- αποθαλασσώνω
- 1. ξεφεύγω απ' την τρικυμία και φτάνω σε απάνεμο μέρος2. επιφέρω πλήρη σύγχυση και ακαταστασία3. (-ομαι) αφήνω την επιφάνεια της θάλασσας και ανυψώνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποθαλασσώνω — αποθαλασσώνω, αποθαλάσσωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: αποθαλασσώνω : η ενεργ. φωνή χρησιμοποιείται λιγότερο σε σχέση με την παθητική … Τα ρήματα της νέας ελληνικής